Διαφορές έχουν επίσης διαπιστωθεί στην επίδραση του θορύβου με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τον Schafer, άτομα με ευρεία μόρφωση, όπως για παράδειγμα επιστήμονες, ακαδημαϊκοί και καλλιτέχνες, είναι πολύ πιο ευάλωτα στο θόρυβο της κυκλοφορίας σε σύγκριση με τα λιγότερο μορφωμένα άτομα.
Ο λόγος της αυξημένης ευαισθησίας των ατόμων υψηλής μόρφωσης είναι ότι η παρεμβολή του θορύβου στη διανοητική εργασία μπορεί να προκαλέσει διάσπαση της απόλυτης προσοχής από το αντικείμενο μελέτης, με αποτέλεσμα να υποβιβάσει την ποιότητα σκέψης.
Η έκκριση ορμονών στρες (αδρεναλίνης και νορεπινεφρίνης –κατεχολαμίνες) κατά την έκθεση σε έντονους θορύβους, είναι δυνατόν να αλλάξει και την ψυχική διάθεση του ατόμου ή να εντείνει τα υπάρχοντα ψυχολογικά του προβλήματα.
Έτσι, σύμφωνα με αποτελέσματα ερευνών, ο θόρυβος μπορεί να προκαλέσει νευρικότητα, άγχος και μείωση της ικανότητας εκτίμησης παρόδου του χρόνου.
Είναι επίσης δυνατό να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας σε εργασίες που απαιτούν προσοχή και συγκέντρωση, να εντείνει την προδιάθεση για λάθη και να αυξήσει την επιθετικότητα και οξυθυμία.
Ο θόρυβος μπορεί να επενεργήσει κατά τρόπο αρνητικό στον άνθρωπο σε τρία διαφορετικά επίπεδα.
Πρώτον, είναι δυνατό να επιδράσει άμεσα στο ακουστικό όργανο και να προκαλέσει προσωρινή ή και μόνιμη βλάβη ακοής.
Δεύτερον, μπορεί να επιδράσει έμμεσα στις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού και
Τρίτον, μπορεί να έχει έμμεσες επιπτώσεις στον ψυχισμό του ανθρώπου.
Ο θόρυβος είναι πιθανότερο να μειώσει την ακρίβεια της εργασίας παρά την ποσότητά της, και ο βαθμός της προκαλούμενης ενόχλησης ποικίλλει με βάση τα χαρακτηριστικά του ηχητικού ερεθίσματος.
Ο διακοπτόμενος θόρυβος μπορεί να είναι ενοχλητικός και να επηρεάζει την εργασία περισσότερο απ’ ότι ο σταθερός θόρυβος, ενώ θόρυβοι γύρω στα 1.000 με 2.000 Hz είναι περισσότερο ενοχλητικοί από θορύβους χαμηλής συχνότητας..
Η παρεμβολή του θορύβου επεκτείνεται και στην ομιλία καθώς και στον ύπνο.
Όταν παρεμβάλλεται στη συνομιλία, ο θόρυβος έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μέρους ή όλου του μηνύματος και είναι δυνατό να προκαλέσει προβλήματα στην κατανόηση και επικοινωνία.
Για την αποφυγή λαθών, οι ομιλητές αναγκάζονται να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια για να ακούσουν.
Συχνά, χρειάζεται να επαναλάβουν τα λεγόμενά τους και να υψώσουν την ένταση της φωνής τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αισθήματος αυξημένης κόπωσης και νευρικότητας.
Εκτός από τη φθορά που είναι δυνατόν να επιφέρει στο ακουστικό όργανο, ο θόρυβος μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογική λειτουργία άλλων οργάνων του ανθρώπινου σώματος.
Το είδος της επίδρασης του θορύβου στη σωματική και ψυχική υγεία του ανθρώπου διαφέρει και εξαρτάται από το εάν ο θόρυβος προσλαμβάνεται ως ανεπιθύμητο ερέθισμα.
Η αγχωτική λειτουργία του θορύβου οδηγεί σε οργανική αντίδραση ανάλογη εκείνης που προκαλείται από καταστάσεις άμεσου κινδύνου.
Η προκαλούμενη αύξηση των ορμονών στρες στο αίμα έχει ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού, τη σύσπαση των αιμοφόρων αγγείων και την αύξηση της πίεσης (“Οι Θόρυβοι Πληγώνουν” 1993).
Παράλληλα με την επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα, σε μία έρευνα με άτομα που εργάζονταν σε επισκευές τουρμπίνων αεροπλάνων, προέκυψε ότι η έκθεση σε θορύβους του επιπέδου των 120dB είναι δυνατόν να προκαλέσει ανάμεσα σε άλλα, απώλεια βάρους, αυξομείωση του επιπέδου σακχάρου, δυσλειτουργία του πεπτικού συστήματος και αύξηση του μεταβολισμού.
Η επικινδυνότητα του θορύβου δεν περιορίζεται στους ήχους οι οποίοι γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο, αλλά επεκτείνεται και στους ήχους που βρίσκονται εκτός των ορίων ακουστότητας του ανθρώπου (περίπου κάτω από 20 Hz και πάνω από 20.000 Hz).
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αντίστοιχα ονομαζόμενοι υπόηχοι και υπέρηχοι έχουν αρνητικές επιδράσεις στην υγεία.
Οι μεν υπόηχοι έχει διαπιστωθεί ότι είναι δυνατόν να προκαλέσουν αίσθημα ελαφράς κόπωσης, ναυτία, επιβράδυνση του αναπνευστικού ρυθμού, ακόμα και λιποθυμικές κρίσεις, οι δε υπέρηχοι φαίνεται ότι μπορούν να επηρεάσουν έντονα το ανθρώπινο νευρικό σύστημα.
– O θόρυβος επιδρά δυσμενώς στο σύστημα ακοής του ανθρώπου, καθώς μπορεί να προκαλέσει ακουστικό τραυματισμό και βαρηκοΐα.
Το 1/3 των Ευρωπαίων εργαζομένων, πάνω δηλαδή από 60 εκατομμύρια άτομα, είναι εκτεθειμένοι σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα θορύβου.
O θόρυβος μπορεί να επηρεάσει την απόδοση των εργαζομένων, κυρίως αυτών που κάνουν εργασίες που απαιτούν συγκέντρωση ή λεπτούς χειρισμούς.
– Μία επίδραση του θορύβου αφορά και την παρενόχληση του ύπνου, καθώς ο θόρυβος μετατρέπει τα στάδια του βαθιού ύπνου σε ελαφρύτερα, με επίπτωση στην ποιότητά του.
Η παρεμβολή του θορύβου στον ύπνο μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιζήμια.
“Ο επαρκής ύπνος είναι μια φυσιολογική ανάγκη.
Η μη εκπλήρωση της ανάγκης αυτής δημιουργεί κινδύνους για την υγεία” Αδαμόπουλος (1995).
Μακροχρόνιες έρευνες έχουν δείξει ότι οι συχνές διακοπές του βραδινού ύπνου εξαιτίας θορύβων είναι δυνατό να προκαλέσουν αίσθημα κοπώσεως, νευρικότητα και άγχος.
Ανάμεσα στους πιθανούς παράγοντες που επηρεάζουν την παρεμβολή του θορύβου στον ύπνο περιλαμβάνονται το είδος του θορύβου, η σωματική και ψυχική κατάσταση του ατόμου, το γένος, η ηλικία, και το στάδιο του ύπνου.
Για ανεκτά όρια χωρίς παρεμβολές στον ύπνο των ανθρώπων, οι θόρυβοι μέσα στις κατοικίες δεν θα πρέπει να ξεπερνούν τα 35dB.
Επιδράσεις θορύβου σε έμβρυα και νεογνά
– Είναι δυνατόν ο θόρυβος στον οποίον εκτίθεται η έγκυος να προκαλέσει βλάβη στο έμβρυο;
Σε μία αναδρομική μελέτη το 1986, από τις πρώτες που έχουν δημοσιευτεί πάνω στο θέμα, βρέθηκε ότι σε παιδιά ηλικίας 4-10 χρονών η συχνότητα της νευροαισθητήριας απώλειας ακοής ήταν πολύ μεγαλύτερη σε παιδιά, των οποίων οι μητέρες κατά την εγκυμοσύνη τους ήταν εκτεθειμένες σε έντονο θόρυβο 85-95dB (εργάζονταν σε αεροδρόμια).
Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι πραγματικά, σε ορισμένα από αυτά ο έντονος θόρυβος προκαλούσε βλάβη στον κοχλία των εμβρύων.
Χαμηλό βάρος γέννησης σε νεογνά των οποίων οι μητέρες, κατά την εγκυμοσύνη είχαν εκτεθεί σε έντονο θόρυβο, καταγράφηκε σε μερικές μελέτες.
Στην πιο καλά τεκμηριωμένη από αυτές, Δανοί ερευνητές βρήκαν ότι, ακόμα και αν ληφθούν υπόψη άλλοι σχετικοί παράγοντες (κοινωνικοοικονομικό επίπεδο οικογένειας, κάπνισμα κατά την εγκυμοσύνη κ.λπ.), μεγαλύτερο ποσοστό νεογνών με μικρότερο βάρος απ’ ότι αναμενόταν, γεννήθηκαν από μητέρες, οι οποίες ως έγκυες είχαν εκτεθεί για μεγάλο διάστημα σε θόρυβο έντασης >65dB.
Είναι γνωστό ότι αρκετά νεογνά και κατ’ εξοχήν τα πρόωρα, παραμένουν για άλλοτε άλλο διάστημα, συχνά μεγάλο, σε τμήματα νεογνών ή μονάδες εντατικής νοσηλείας (ΜΕΝ) και φυσικά μέσα σε θερμοκοιτίδες.
O θόρυβος στα τμήματα νεογνών και ιδιαίτερα στις ΜΕΝ δεν είναι αμελητέος, πολύ εντονότερος όμως, είναι ο θόρυβος μέσα στις θερμοκοιτίδες, ιδίως όταν λειτουργούν διάφορα μηχανήματα όπως αναπνευστήρας κ.λπ.
Από τα αποτελέσματα μελέτης που δημοσιεύθηκε πριν μερικά χρόνια διαπιστώθηκε ότι, μέσα στο τμήμα νεογνών και ιδιαίτερα στο θάλαμο εντατικής νοσηλείας, υπάρχει θόρυβος σε σημαντική ένταση (από 44 έως 51dB).
Εκτός από τα μηχανήματα, σημαντικό μέρος του θορύβου προκαλείται από τις συνομιλίες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, οι οποίες συχνά είναι αρκετά υψηλόφωνες, γεγονός που δικαιολογείται από την ένταση και τη φύση της δουλειάς.
Σημαντικά επίπεδα θορύβου επικρατούν επίσης τις ώρες του επισκεπτηρίου των γονέων, ή όταν γίνεται επίσκεψη, ιδιαίτερα με τους φοιτητές. Ανάλογα υψηλά επίπεδα θορύβου έχουν καταγραφεί και σε ΜΕΝ ενηλίκων και μέσα σε αίθουσες χειρουργείων.
Ομάδα ερευνητών από την Αυστραλία μέτρησε τα επίπεδα θορύβου στους χώρους αυτούς και τα βρήκε ότι κυμαίνονται από 50 έως 70dB. Υπολόγισαν δε ακόμα ότι το 1/4 του θορύβου αυτού παραγόταν από τις ομιλίες του προσωπικού.
Αρκετές έρευνες εστιάστηκαν στη μελέτη της ακουστικής οξύτητας σε παιδιά, τα οποία ως νεογνά είχαν νοσηλευτεί σε ΜΕΝ.
Σε όλες βρέθηκε ότι η συχνότητα της νευροαισθητήριας απώλειας της ακοής, σε νεογνά με μικρό βάρος γέννησης (<1500gr) ήταν της τάξεως του 9-10%, δηλαδή περίπου 12πλάσια σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Ακόμη και μικρής έντασης συνεχής θόρυβος, μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα τριχίδια των ακουστικών κυττάρων του κοχλία.
Συγκεντρωτικά οι επιδράσεις του θορύβου:
στο νευρικό σύστημα:
Υψηλά επίπεδα θορύβου προκαλούν αλλοιώσεις στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ). Διαταράσσονται τα στάδια του ύπνου, προκαλώντας διαταραχές στη σωματική και νοητική ανάπαυση του ατόμου.
Ο θόρυβος επιδρά στην ψυχική διάθεση και επηρεάζει την κοινωνικότητα και την ευαισθησία. Προκαλεί επιβράδυνση του χρόνου αντίδρασης, περιορίζοντας σημαντικά την ικανότητα του εργαζόμενου να αντιδρά σωστά στα εξωτερικά ερεθίσματα ή να παρακολουθεί σύνθετες διαδικασίες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προϋποθέσεις ατυχήματος.
στο καρδιαγγειακό σύστημα:
Ο θόρυβος προκαλεί περιφερική αγγειοσύσπαση με αποτέλεσμα την ελάττωση της ροής του αίματος σε όργανα και ιστούς.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της διαστολικής αρτηριακής πίεσης και της συχνότητας της καρδιακής λειτουργίας σε εργαζόμενους εκτεθειμένους σε θόρυβο.
Ταυτόχρονα προκαλεί αύξηση της χοληστερίνης και δημιουργία αθηρωματικών πλακών στις αρτηρίες οι οποίες δεν υποχωρούν με την παύση της εργασιακής έκθεσης.
στο γεννητικό σύστημα:
Οι έγκυες εργαζόμενες, οι οποίες εκτίθενται σε θόρυβο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, υφίστανται ελάττωση της αιματικής ροής προς τον πλακούντα και διατρέχουν τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού, ακόμα και αποβολής του εμβρύου.
Έχουν παρατηρηθεί διαταραχές εμμήνου ρύσεως σε γυναίκες και υπογονιμότητα, τόσο ανδρών όσο και γυναικών εργαζομένων εντός περιβάλλοντος επιβαρυμμένου με θόρυβο.
στο σύστημα ενδοκρινών αδένων:
Ο θόρυβος προκαλεί διέγερση των ενδοκρινών αδένων, υπερλειτουργία της υπόφυσης και των επινεφριδίων και άρα αυξημένη έκκριση αδρεναλίνης, η οποία ευθύνεται για φαινόμενα όπως η ταχυκαρδία, η αύξηση της αρτηριακής και ενδοκρανίου πιέσεως, η σιελόρροια και η αλλαγή του ρυθμού των περισταλτικών κινήσεων του εντέρου (δυσκοιλιότητα, ευερέθιστο έντερο).
στα μάτια:
Σε εργαζόμενους που εκτίθενται σε θόρυβο έχουμε μείωση της αντίληψης βάθους του οπτικού πεδίου.
στο ακουστικό σύστημα:
Ο θόρυβος είναι δυνατόν να έχει άμεσες επιπτώσεις όπως οι εμβοές, να προκαλέσει προσωρινή ή μόνιμη απώλεια ευαισθησίας στο ακουστικό όργανο, το μέγεθος και η μονιμότητα της οποίας εξαρτώνται βασικά από το επίπεδο ηχητικής πίεσης και τη διάρκεια έκθεσης στο ενοχλητικό ηχητικό ερέθισμα.
Πολιτισμικές επιδράσεις της ηχορρύπανσης
Ο θόρυβος λοιπόν βλάπτει τη σωματική και ψυχική υγεία του ανθρώπου και τα προβλήματα ηχορρύπανσης στις σύγχρονες πόλεις μας είναι αναρίθμητα.
Το σημερινό ηχοτοπίο συνεχίζει να γεμίζει ασφυκτικά από πηγές θορύβου που ερίζουν για την προσοχή μας.
Όλο και πιο πολλοί άνθρωποι κωφαίνονται από έκθεση σε υπερβολικούς θορύβους.
Εκείνοι που ακόμη εκτιμούν τη σιωπή, επιλέγουν όλο και πιο απομακρυσμένους τόπους, μακρυά από το αστικό τοπίο.
Γνωρίζουν τις βλαπτικές συνέπειες του αστικού τρόπου ζωής και ότι η ανθρώπινη ισορροπία υπάρχει μόνο όταν το άτομο βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση.
Είναι ανάγκη η προστασία από το θόρυβο όπως και η ενημέρωση για τις άλλες διαφορές ‘αστισμού / κοινοτισμού‘.
Από την ατέρμονη ποικιλία ηχοχρωμάτων, τη δυνατότητα πολλαπλής ενίσχυσης ήχων και παράλληλα την αδυναμία σιώπησης των μηχανών -τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί ολοένα και περισσότερο απαραίτητες- οδηγούμαστε προς μια εποχή όπου η σιωπή κινδυνεύει με εξαφάνιση.
Από τη σημερινή ανισορροπία του αστικού ηχοτοπίου υπάρχει κίνδυνος να διαιωνισθεί η αισθητική του θορύβου αφήνοντας τα σημάδια της στη σωματική και ψυχική υγεία του σύγχρονου ανθρώπου.
Υψηλά επίπεδα θορύβου στις ελληνικές πόλεις
Αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσει υπέρταση διατρέχει σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες που ζουν σε μεγάλες πόλεις λόγω της έκθεσης σε υψηλά επίπεδα θορύβου, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα μεγάλης έρευνας -στην πρωτεύουσα και σε μεγάλους δήμους της χώρας- για τις επιπτώσεις της ηχορρύπανσης.
Σε πολλές χώρες θεσπίζονται νόμοι που επιβάλουν χρήση αντι-ηχορρυπαντικής τεχνολογίας στην ποιότητα του οδοστρώματος.
Μεγάλο μέρος του κυκλοφοριακού θορύβου στην Ελλάδα οφείλεται στα βαρέα οχήματα και τα δίκυκλα.
Χαρακτηριστικά στη χώρα μας αντιστοιχούν 122 δίκυκλα ανά 1.000 κατοίκους ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. ανέρχεται στο μισό.
Ειδικότερα, το μεταφορικό έργο που επιτελείται με μοτοσυκλέτες και μοτοποδήλατα στη χώρα μας φτάνει το 10,8%, ενώ σε άλλες μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία ανέρχεται στο 3,2% και στην Ιταλία στο 7,5%.